- οιδηματώδης
- -ες (Α οἰδηματώδης, -ῶδες) [οίδημα]1. αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή οιδήματος, όμοιος με οίδημα2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰδηματώδης — swollen masc/fem acc pl (attic epic doric) οἰδηματώδης swollen masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) οἰδηματώδης swollen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδηματώδη — οἰδηματώδης swollen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οἰδηματώδης swollen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οἰδηματώδης swollen masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδηματῶδες — οἰδηματώδης swollen masc/fem voc sg οἰδηματώδης swollen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδηματώδεις — οἰδηματώδης swollen masc/fem acc pl οἰδηματώδης swollen masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδηματωδῶν — οἰδηματώδης swollen masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδηματώδεες — οἰδηματώδης swollen masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδηματώδεσιν — οἰδηματώδης swollen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδηματώδους — οἰδηματώδης swollen masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… … Dictionary of Greek